- αναπεμπασμός
- ἀναπεμπασμός, ο (Μ) [ἀναπεμπάζομαι]η επανεξέταση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναπεμπάζομαι — ἀναπεμπάζομαι (Α) υπολογίζω εκ νέου, αναλογίζομαι, μελετώ, εξετάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + πεμπάζομαι «μετρώ στα πέντε δάχτυλα». ΠΑΡ. μσν. ἀναπεμπασμός] … Dictionary of Greek